στράτειος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, as a name of Zeus, warrior, Michel 725.6 (Mylasa, ii B.C.); so στρατεία, ἡ, of Aphrodite, CIG2693f (ibid., i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
στράτειος: ὁ, ὡς ὄνομα τοῦ Διός, πολεμιστής, Συλλ. Ἐπιγρ. 5935· οὕτω στρατεία, ἡ, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, 2693f.
Greek Monolingual
-εία, -ον, Α
βλ. στράτιος.