στρατεία
English (LSJ)
Ion. στρατηΐη, ἡ, (στρατεύω)
A expedition, campaign, στρατηΐην ποιεῖσθαι ἐς... ἐπὶ . ., Hdt.1.71, 171, etc.; πολλὰς στρατείας ἐποιήσαντο Th.2.11; σ. ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν E.Supp.116; σ. ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο Pl.Smp.219e, cf. IG12(2).645.15 (Nesus), etc.; ἀπὸ στρατείας coming from war, after service done, A.Ag.603, Eu.631; κατὰ τὴν Σιτάλκου στρατείαν about the time of his expedition, Th.2.101; εἰς δὲ στρατείαν πάντας Ἀργείους ἄγων E.Supp.229; ἐπὶ στρατείας εἶναι to be on foreign service, Pl.Smp.220c (codd., στρατιᾶς Cobet, Burnet); so ἐν στρατείᾳ ὄντας X.Cyr.5.2.19; ἐν τῇ σ. PEnteux.48.3 (iii B.C.); παραγγέλλειν τινὶ σ. κατὰ γῆν X.HG7.1.13; ἐκδήμους σ. οὐκ ἐξῇσαν Th.1.15; στρατείαν ξυνεξελθεῖν ib.3; σ. δ' οὐ φέρει περιουσίαν Men.382, cf. OGI5.44 (Scepsis, iv B.C.); τῆς στρατείας γιγνομένης ἐκ καταλόγου Arist.Ath.26.1; freq. in plural, military service, warfare, Pl.R. 404a; πρὸς ταῖς αὑτοῦ στρατείαις in addition to the campaigns which he is bound to serve, Id.Lg.878d; ἐν ταῖς στρατείαις μισθοφορεῖν Arist.Ath.27.2; ἀπὸ στρατειῶν ἱππικῶν IGRom.3.58 (Bithynia); στρατείας στρατεύεσθαι IG22.505.54; ἀφειμένος στρατείας = Lat. exauctoratus, Plu.2.274a.
2 στρατεία ἐν τοῖς ἐπωνύμοις levy of those liable to serve in the year of such and such archons, Harp. s.v., cf. Arist.Ath.53.7.
3 στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν expedition for special service, to train the young soldiers next after serving as περίπολοι, Aeschin.2.168, cf. Suid. s.v. τερθρεία.
4 military discipline, ἡ ἀκριβὴς στρατεία D.C.78.36.
5 military appointment, ἐπώλησε στρατείας Id.72.12.—στρατιά is a constant v.l., and is sometimes undoubtedly used = στρατεία (campaign), v. στρατιά ΙΙ and cf. Sch.Ar.Th.835 (= Eup.369); but στρατεία = army, expeditionary force is very rare, E.IA495 (restd. in Rh.263 (lyr.)): in Inscrr. στρατεία never = army, but both στρατεία (IG22.1132.14, SIG398.2 (Cos, iii B.C.), al.) and στρατιά (q.v.) = campaign.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, die kriegerische, die Kriegerinn, Bein. der Athene, Luc. Dial. mer. 9. ἡ, ion. στρατηΐη, Heereszug; Aesch. Ag. 589 Eum. 601, εἰς στρατείαν πάντας Ἀργείους ἄγων, Eur. Suppl 229, στρατεία διαλυθεῖσα, I. A. 495; oft bei Her., στρατηΐην ποιεῖσθαι = στρατεύεσθαι. Auch στρατείαν ἄγειν, Isocr. 4, 88; ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν, Thuc. 1, 15; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευάζειν, 4, 74; στρατείαν ὁρμᾶν, Xen. Cyr. 8, 6, 20; οἴκοι τε καὶ ἐπὶ στρατείας, domi militiaeque, Plat. Phaedr. 260 b, ἐπὶ στρατείας εἶναι, Rep. V, 468 b, ἐν στρατείᾳ εἶναι, Xen. Cyr. 5, 2, 19; στρατείαν ἐξελθών, Aesch. 2, 168. – Auch τὰς κατὰ πόλεμ ον καὶ στρατείας ἀποδημίας, Plat. Legg. XII, 950, d; στρατείας ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ ἐστρατευμένος, Dem. 21, 95, die erforderliche Anzahl von Feldzügen mitgemacht habend.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 expédition militaire (sur terre et sur mer) : ἐπί τινα contre qqn ; στρατείαν ποιεῖσθαι faire une expédition ; ἐπὶ στρατείας εἶναι PLAT ou ἐν στρατείᾳ εἶναι XÉN être en campagne;
2 service militaire;
3 troupes en campagne;
NT: combat.
Étymologie: στρατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατεία -ας, ἡ [στρατεύω] veldtocht, militaire expeditie, met ἐπί + acc. (pers.), met εἰς + acc. (plaats);; στρατείαν ποιεῖσθαι een militaire expeditie ondernemen Hdt. 1.71.1 = στρατείαν στρατεύειν Eur. Suppl. 116; στρατείαν παραγγέλλειν + dat. iem. opdragen aan een veldtocht deel te nemen;; ἀπὸ στρατείας na afloop van de expeditie Aeschl. Ag. 603; κατὰ τὴν στρατείαν tijdens de expeditie Thuc. 2.101.6; ἐν στρατείᾳ εἶναι op veldtocht zijn Xen. Cyr. 5.2.19; plur. ook militaire dienst:. στρατείας στρατεύεσθαι in het leger dienen Dem. 21.95. leger(macht). Eur. IA 495.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτεία: ион. στρᾰτηΐη ἡ
1 военный поход, кампания (ἐπὶ Χαλκιδέας Her.; εἰς Ποτίδαιαν Plat.): ἀπὸ στρατείας Aesch. по возвращении из похода; ἐν στρατεία Xen. и ἐπὶ στρατείας Plat. в походе, на войне;
2 pl. военная служба Plat., Plut.;
3 поэт. армия, войско: σ. διαλυθεῖσα Eur. распущенное (по домам) войско;
4 флот (χιλιόναυς σ. Eur.).
English (Strong)
from στρατεύομαι; military service, i.e. (figuratively) the apostolic career (as one of hardship and danger): warfare.
English (Thayer)
στρατείας, ἡ (στρατεύω), an expedition, campaign; military service, warfare: Paul likens his contest with the difficulties that oppose him in the discharge of his apostolic duties to a warfare, Tdf. στρατιᾶς, see his note); Herodotus, Xenophon, others.))
Greek Monolingual
και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α στρατεύω
1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.)
2. στρατοπέδευση
3. στράτευση
4. στρατιωτική αγωγή
5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα
6. σπαν. στρατιά
7. στον πληθ. αἱ στρατεῖαι
ο πόλεμος
8. φρ. α) «ἀπὸ στρατείας» — μετά από εκστρατεία, κατά την επιστροφή από εκστρατεία (Αισχύλ.)
β) «κατὰ τὴν στρατείαν» — κατά τον καιρό εκστρατείας (Θουκ.)
γ) «εἰς στρατείαν ἄγειν» — το να οδηγεί κανείς στρατό σε εκστρατεία (Ευρ.)
δ) «ἐπὶ στρατείας (εἶναι)» και «ἐν στρατείᾳ (εἶναι)» — το να βρίσκεται κανείς σε εκστρατεία
ε) «παραγγέλλειν τινὶ στρατείαν κατὰ γῆν» — λεγόταν για να δηλωθεί η προπαρασκευή εκστρατείας στην ξηρά (Ξεν.)
στ) «ἐξιέναι στρατείας» — το να εκστρατεύει κανείς (Θουκ.)
ζ) «στρατείαν συνεξελθεῖν» — το να εκστρατεύει κανείς μαζί με άλλον (Θουκ.)
η) «στρατεία έκ καταλόγου γίγνεται» — στρατός που συγκροτείται από τον κατάλογο τών στρατεύσιμων και ο οποίος πρόκειται να εκστρατεύσει (Αριστοτ.)
θ) «οἴκοι καὶ στρατείας» — στην πατρίδα και στην εκστρατεία (Πλάτ.)
ι) «στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν» — εκστρατεία με σκοπό την άσκηση τών νέων που υπηρέτησαν ως περίπολο (Αισχίν.)
ια) «ἀφημένος στρατείας» — απαλλαγμένος από τη στρατιωτική υπηρεσία (Πλάτ.)
ιβ) «στρατεία ἐν τοῖς ἐπωνύμοις» — στρατολογία που συγκροτείται από εκείνους που όφειλαν να υπηρετήσουν ως στρατιώτες κατά τα έτη τών διαφόρων επώνυμων αρχόντων (Αρποκρ.).
Greek Monotonic
στρᾰτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (στρατεύω),
1. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, στρατηΐην ή -είαν ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀπὸ στρατείας, επιστρέφοντας από τον πόλεμο, αφού έχει υπηρετήσει τη θητεία του, σε Αισχύλ.· κατὰ τὴν Σιτάλκο στρατείαν, κατά τους χρόνους της εκστρατείας του, σε Θουκ.· ἐπὶ στρατείας ή ἐν στρατείᾳ εἶναι, βρίσκεται σε εκστρατεία, σε Πλάτ., Ξεν.· πληθ., στρατιωτική υπηρεσία, πόλεμος, σε Πλάτ.
2. στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν, εκστρατεία για κάποια ειδική υπηρεσία, για την εξάσκηση νέων στρατιωτών που έχουν υπηρετήσει ήδη ως περίπολοι, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (στρατεύω) ἐκστρατεία, στρατοπέδευσις, στρατηίην ἢ -είαν ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 71, 171, Θουκ. 2. 11, κτλ.· ἐπί τινας Ἡρόδ. 5. 77, κτλ.· στρ. γίγνεται ἐς ... ὁ αὐτ. 7. 174, Πλάτ. Συμπ. 219Ε, κτλ.· - ἀπὸ στρατείας, ἐπιστρέφων μετὰ τὴν ἐκστρατείαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 603, Εὐμ. 631· κατὰ τὴν Σιτάλκου στρατείαν, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἐκστρατείας αὐτοῦ, Θουκ. 2. 101· εἰς στρ. ἄγειν τινὰς Εὐρ. Ἱκ. 229· ἐπὶ στρατείας εἶναι, εἶμαι εἰς ἐκστρατείαν, ἐκστρατεύω, Ἀνδοκ. 21. 29, Πλάτ. Συμπ. 220Α· οὕτως, ἐν στρατείᾶ εἶναι Ξεν. Κύρ. 5. 2, 19· παραγγέλλειν τινὶ στρατείαν κατὰ γῆν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 13· στρατείας ἐκδήμους οὐκ ἐξῄεσαν Θουκ. 1. 15· στρατείαν ξυνελθεῖν 1. 3· οἴκοι καὶ ἐπὶ στρατείας, Λατιν. domi militiaeque, Πλάτ. Φαῖδρ. 260Β, ἔνθα ἴδε Stallb.· στρ. δ’ οὐ φέρει περιουσίαν Μένανδρ. ἐν “Παρακαταθήκῃ” 2· - ὡσαύτως συχν. ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐν τῷ στρατῷ, πόλεμος, Πλάτ. Πολ. 404Α· πρὸς ταῖς αὑτοῦ στρατείαις, ἐκτὸς τῶν ἐκστρατειῶν ἃς ὤφειλε νὰ κάμνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 878C· ἀφίεσθαι στρατείας, Λατ. exauctorari, Πλούτ. 2. 274Α. 2) στρ. ἐν τοῖς ἐπωνύμοις, στρατολογία ἐξ ἐκείνων ὅσοι ὤφειλον νὰ ὑπηρετήσωσιν ὡς στρατιῶται κατὰ τὰ ἔτη τῶν διαφόρων ἐπωνύμων ἀρχόντων, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. 3) στρ. ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν, ἐκστρατεία πρὸς ἰδιαιτέραν τινὰ ὑπηρεσίαν, πρὸς ἄσκησιν τῶν έων ὅσοι ὑπηρέτησαν ἤδη ὡς περίπολοι, Αἰσχίν. 50. 34 κἑξ., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τερθρεία, C. F. Hermann Pol Ant. 152. 13. 4) στρατιωτικὴ ἀγωγή, ἡ ἀκριβὴς στρ. Δίων Κ. 78. 36. - στρατιὰ εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. καὶ ἐνίοτε ἀναμφιβόλως κεῖται ὡς = τῷ στρατεία, ἴδε στρατιὰ ΙΙ καὶ πρβλ. Meineke εἰς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 63· ἀλλὰ στρατεία = στρατιὰ εἶναι λίαν σπάνιον καὶ μόνον χάριν τοῦ μέτρου, οἷον Εὐρ. Ρῆσ. 263, Ι. Α. 495. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α, σ. 533 κἑξ., 870, Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 88.
Middle Liddell
στρᾰτεία, Ionic -ηίη, ἡ, στρατεύω
1. an expedition, campaign, στρατηίην or -είαν ποιεῖσθαι Hdt., Thuc.; ἀπὸ στρατείας coming from war, after service done, Aesch.; κατὰ τὴν Σιτάλκου στρατείαν about the time of his expedition, Thuc.; ἐπὶ στρατείας or ἐν στρατείᾳ εἶναι to be on foreign service, Plat., Xen.: pl. military service, warfare, Plat.
2. στρ. ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν, an expedition for special service, to train the young soldiers next after serving as περίπολοι, Aeschin.
Chinese
原文音譯:strate⋯a 士特拉帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:交戰 相當於: (חַיִל / חֵילֵךְ) (צָבָא / צֹבֶה)
字義溯源:兵役,遠征軍,戰役,爭戰,仗;源自(στρατεύομαι)=服兵役), (στρατεύομαι)出自(στρατιά)=類似營房,軍隊),而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(2);林後(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 仗(1) 提前1:18;
2) 爭戰的(1) 林後10:4
English (Woodhouse)
army, campaign, service in the army, service in the field
Lexicon Thucydideum
expeditio, expedition, 1.3.5, 1.9.3, [plerique codd. very many manuscripts στρατιὰν]... 1.9.5. 1.10.3, [vulgo commonly στρατιὰν] 1.14.2, [codd. manuscripts στρατιᾶς]. 1.15.2, 1.15.21.102.3. 1.110.5. 2.11.1, 2.68.9. 2.80.4, 2.87.2. 2.101.6. 4.8.1. 4.70.1, [vulgo commonly στρατιὰν] 4.74.1. 5.60.6, [vulgo commonly στρατιᾶς] 5.79.3, [vulgo commonly στρατιᾶς] 6.15.2. 6.31.5, 6.32.3. 6.92.1. 6.5.1. 7.55.1, [vulgo commonly στρατιᾶς] 8.72.1.
militia, military service, warfare, 1.99.3, 7.57.9.
Translations
campaign
Albanian: fushatë; Arabic: حَمْلَة; Armenian: արշավ, արշավանք; Azerbaijani: kampaniya, yürüş; Belarusian: кампанія, паход; Bengali: প্রচার; Bulgarian: кампания, поход; Burmese: စစ်ဆင်ရေး; Catalan: campanya; Chinese Mandarin: 活動/活动, 戰役/战役; Czech: tažení, kampaň; Danish: kampagne, felttog; Dutch: campagne, veldtocht; Esperanto: kampanjo, balotkampanjo, reklamkampanjo, militkampanjo; Estonian: kampaania; Finnish: kampanja, sotaretki; French: campagne; Galician: campaña; Georgian: კამპანია; German: Einsatz, Feldzug, Heereszug, Kampagne; Greek: καμπάνια, εκστρατεία; Ancient Greek: ἐπιστρατεία, ἐπιστρατηΐη, στρατεία, στράτευμα, στρατηγία, στρατηγίη, στρατηΐη, στρατηλασία, στρατηλασίη, στρατιά; Hebrew: מַעֲרָכָה, קמפיין / קַמְפֵּיְן; Hindi: मुहिम, अभियान; Hungarian: kampány, hadjárat; Icelandic: herferð; Indonesian: kampanye; Irish: feachtas; Italian: campagna; Japanese: キャンペーン, 戦役; Kazakh: науқан, жорық; Khmer: យុទ្ធការ, ចលនា, ការឃោសនា; Korean: 캠페인, 전역(戰役), 깜빠니아; Kurdish Central Kurdish: حەملە; Northern Kurdish: kampanya, helmet; Kyrgyz: кампания; Latin: expeditio, prensatio; Latvian: kampaņa; Lithuanian: kampanija; Luxembourgish: Campagne; Macedonian: кампања; Malay: kempen, cari suara; Jawi: کيمڤين, چاري سوارا; Maori: whakamataaratanga; Mongolian Cyrillic: кампани, аян; Mongolian: ᠻᠠᠮᠫᠠᠨᠢ, ᠠᠶᠠᠨ; Norwegian Bokmål: kampanje, felttog; Nynorsk: kampanje, felttog; Occitan: campanha; Old French: cumpaigne; Persian: کارزار, کمپین; Polish: kampania, pochód; Portuguese: campanha; Romanian: campanie; Russian: кампания, поход; Scottish Gaelic: iomairt; Serbo-Croatian Cyrillic: кампа̀ња, по̀ход; Roman: kampànja, pòhod; Slovak: kampaň, ťaženie; Slovene: kampanja; Spanish: campaña; Swahili: kampeni; Swedish: kampanj, fälttåg; Tagalog: kampanya; Tajik: маърака, кампания, корзор; Tetum: kampaña; Thai: การรณรงค์, การหาเสียง; Turkish: kampanya; Turkmen: kampaniýa; Ukrainian: кампанія, похі́д; Urdu: مُہِم; Uyghur: ھەرىكەت; Uzbek: kampaniya; Vietnamese: chiến dịch, vận động; Volapük: krigagoläd; Yiddish: קאַמפּאַניע