συμποσιάζω

Revision as of 18:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

drink together, Hld.5.28, Aen.Gaz.Thphr. p.48 B.

German (Pape)

[Seite 989] zusammen trinken, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσιάζω: πίνω ὁμοῦ ἐν συμποσίῳ, ὅπως οὖν μὴ αὐτὸς τε ἀνήκοος... συμποσιάζοις Ἡλιόδ. 5. 28.

Greek Monolingual

ΜΑ συμπόσιον
μετέχω σε συμπόσιο.

Greek Monolingual

ΜΑ συμπόσιον
μετέχω σε συμπόσιο.