συναρωγός

Revision as of 18:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

όν, helper, h.Mart.4, AP6.259 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰρωγός: -όν, συμβοηθός, συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3.

Greek Monolingual

-όν, Α
συμβοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].

Russian (Dvoretsky)

συνᾰρωγός:помощник HH, Anth.