помощник
From LSJ
Russian > Greek
δευτεραγωνιστής, ἐπιτάρροθος, πάρεδρος, ὕπαρχος, ὑποστράτηγος, ἀοσσητήρ, βοηθός, ἀρωγός, ἐπίκουρος, ἀρηγών, ἐπαρωγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, συναρωγός, συναγωνιστής, παράσιτος, συνδημιουργός, συνεργός, συμπράκτωρ, συμπρήκτωρ, σύμμαχος, ἐπίπολος, παραστάτης