συντάμνω

Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. συντέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συντέμνω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συντέμνω.

Greek Monotonic

συντάμνω: Ιων. αντί συντέμνω.

Russian (Dvoretsky)

συντάμνω: ион. Her. = συντέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντάμνω, zie συντέμνω.