συντομίζω

Revision as of 19:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= συντέμνω, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

συντομίζω: συντέμνω, Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.

Greek Monolingual

Α σύντομος
(κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».