φερέμηλος

Revision as of 19:29, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.

English (Slater)

φερέμηλος, -ον
   1 producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].