φαντασιοκόπος
English (LSJ)
ον, conceiving vain fancies or hopes, EM673.46, Eust.1700.53.
German (Pape)
[Seite 1254] sich eitle, leere Vorstellungen, Hoffnungen machend, sich damit beschäftigend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φαντᾰσιοκόπος: -ον, ὁ συλλαμβάνων ματαίας ἐλπίδας, μάταια φανταζόμενος καὶ ἀδύνατα, Εὐστ, 1700. 53, Ἐκκλ. ― φαντασιοκοπία, ἡ, Λέοντ. Αὐτ. Βίος Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ, 281, 42.
Greek Monolingual
-ο / φαντασιοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος
αρχ.
1. απατεώνας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον
ταχυδακτυλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος.