φαντασιοκόπος

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντᾰσιοκόπος Medium diacritics: φαντασιοκόπος Low diacritics: φαντασιοκόπος Capitals: ΦΑΝΤΑΣΙΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: phantasiokópos Transliteration B: phantasiokopos Transliteration C: fantasiokopos Beta Code: fantasioko/pos

English (LSJ)

φαντασιοκόπον, conceiving vain fancies or hopes, EM673.46, Eust.1700.53.

German (Pape)

[Seite 1254] sich eitle, leere Vorstellungen, Hoffnungen machend, sich damit beschäftigend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φαντᾰσιοκόπος: -ον, ὁ συλλαμβάνων ματαίας ἐλπίδας, μάταια φανταζόμενος καὶ ἀδύνατα, Εὐστ, 1700. 53, Ἐκκλ. ― φαντασιοκοπία, ἡ, Λέοντ. Αὐτ. Βίος Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ, 281, 42.

Greek Monolingual

-ο / φαντασιοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος
αρχ.
1. απατεώνας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον
ταχυδακτυλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος.