φιλτρόποτον

Revision as of 19:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, love-potion, Cael. Aur.TP1.5.

German (Pape)

[Seite 1289] τό, Liebestrank, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλτρόποτον: τό, ποτὸν ἐμπνέον ἔρωτα, φίλτρον, Cael Aurel. C??on. Μ. 1, 5, σ. 326.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν].