φοίτης

Revision as of 19:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, = κῆρυξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανο-φοίτης)].