φόσσατον

Revision as of 20:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, = Lat. fossatum, boundary, CIG5187b9 (Ptolemais in Cyrenalca, Edict. Anastasii), IGRom.3.1175 (Syria), Suid. s.v. σέδετον, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

φόσσατον: ἢ φοσσᾶτον, τό, = τῷ Λατ. fossatum, ὄρυγμα, τάφρος ὅριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5187b. 9, Ζωναρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. σέδετον (ἔνθα φωσσάτον). 2) στρατόπεδον, Ἰω. Χρυσ. ΧΙ, 174F, Μαυρίκ. 12, 22, Χρον. Πασχ. 725, Μαλαλ. 30, κλπ. 3) = στρατός, Θεοφάν. 603. 16, Στεφ. Διάκ. 1129, 1148, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ., 437. 6., 453, 16, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
βλ. φουσάτο.