σέδετον
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
τό, = Lat. sedes, in plural, Cod.Just.1.4.18.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. στρατιωτικός καταυλισμός
2. στον πληθ. τὰ σέδετα
οικισμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sedes, -is (< sedeo) «έδρα, διαμονή, κατοικία»].