χαλιδοφόρος
English (LSJ)
ὁ, (χάλις) cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).
German (Pape)
[Seite 1328] = ἀκρατοφόρος, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῐδοφόρος: -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, -ιος «άκρατος οίνος» + -φόρος, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. χαλιδο-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].