χάλις
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
[ᾰ], ιος, ὁ,
A neat wine, Hippon.73, Docum. ant. dell' Africa Italianaii Cirenaica101 (i A. D.), Hsch., Suid., Eust.1471.2.
II = ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας (i.e. = χαλίφρων), Hsch.
III f.l. for σχαλίς, Them.Or.23.297a.
German (Pape)
[Seite 1329] ὁ, = χαλίφρων, Hesych. ιος, ὁ, reiner, ungemischter Wein, E. M. ὁ ἄκρατος οἶνος; vgl. Hipponax bei Schol. Lycophr. 579. Auch Beiw. des Bacchus. – Vielleicht von χαλάω, wie λυαῖος von λύω.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
vin pur.
Étymologie: DELG voc. de la vigne sans doute emprunté à un substrat médit. inconnu.
Russian (Dvoretsky)
χάλις: ιος ὁ чистое (неразбавленное) вино Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χάλις: [ᾰ], ιος, ὁ, ἄκρατος οἶνος, Λατ. merum, Ἱππῶναξ 72, Εὐστ. 1471. 2, Ἡσύχ.: πρβλ. χαλίκρητος, χαλιδοφόρος, χαλιμάς. ΙΙ. = χαλίφρων, δηλ. «ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας» Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει καὶ χαλιστός. ― (Ἐκ τοῦ χαλάω, ὡς τὸ Λυαῖος ἐκ τοῦ λύω.)
Greek Monolingual
-ιος, ὁ, ΜΑ
1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῦσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.)
αρχ.
χαλίφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από κάποιο μεσογειακό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. χάλις φαίνεται να παρουσιάζει μια ομοιότητα με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ., το πιθ. μακεδονικό κάλιθος
οἶνος και το θρακικό ζιλαι
ὁ οἶνος παρὰ Θρᾳξί. Ωστόσο, η ετυμολόγηση του τ. παραμένει προβληματική, αφού αβέβαιες θεωρούνται οι συνδέσεις που έχουν προταθεί με τα χυλός και χλόη, χλωρός, καθώς και με το αρχ. ινδ. hālā «νερό της ζωής». Ακόμη λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. χαλιμάς «αισχρή γυναίκα, πόρνη» είναι παρ. του χάλις.
Greek Monotonic
χάλις: [ᾰ], -ιος, ὁ, άκρατος οίνος, Λατ. merum, σε Ιππών.
Middle Liddell
χᾰ́λις, ιος, ὁ,
sheer wine, Lat. merum, Hippon.
Frisk Etymology German
χάλις: -ιν
{khális}
Meaning: ungemischter Wein (Hippon. 73 = 67 Masson, Epigr. Kyrene Ip).
Composita: Als Vorderglied in χαλίκρητος ‘mit χ. gemischt’ (Archil., A. R., AP, vgl. auch A.Fr. 719c M.), auch χαλίκραιος und Komp. χαλικρότερος (Nik. Al.; haplolog. für χαλικρ[ητ]ότερος?) ib.. Als Hinterglied in ἀκροχάλιξ leicht betrunken (A. R. 4, 432, D. P.) -ξ nach dem synonymen οἰνόφλυξ od.ä.?
Derivative: Davon wahrscheinlich χαλιμάς (s.d.), u.a. Beiwort der Βάκχαι (auch auf χαλάω bezogen).
Etymology: Herkunft unbekannt, viell. zu κάλιθος· οἶνος. Ἀμερίας (makedon.?) und ζίλαι· ὁ οἶνος παρὰ Θραιξί H. Weitere Einzelheiten bei Masson zur Hipponax-Stelle. — Abzulehnen Crepajac KZ 81, 195 (zu χλόη usw.).
Page 2,1068