ψιμίθιον
English (LSJ)
v. ψιμύθιον.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, spätere Form statt ψιμύθιον; so auch ψιμιθιοφανής, ές, ψιμιθιόω, ψιμιθισμός, ὁ, ψίμιθος, ὁ, spätere Form statt ψίμυθος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμίθιον: ψιμιθιόω, κτλ. μεταγενέστερα καὶ ἡμαρτημένα ἀντὶ ψιμύθιον, κτλ.
Greek Monolingual
το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].