βαθυσκαφής
English (LSJ)
ές, deep-dug, S.El.435.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠσκαφής: -ές, ὁ βαθέως ἐσκαμμένος, Σοφ. Ἠλ. 435.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
creusé profondément ; épais.
Étymologie: βαθύς, σκάπτω.
Spanish (DGE)
(βᾰθυσκᾰφής) -ές profundamente cavado, espeso κόνις S.El.435.
Greek Monolingual
βαθυσκαφἠς (-οῦς), -ές (Α)
βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῑ κόνει», Σοφ.
«βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «το σκάψιμο» < σκάπτω.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
βαθυσκᾰφής: глубоко разрытый: βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψαι τι Soph. зарыть что-л. глубоко в землю.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυσκαφής -ές βαθύς, σκάπτω diep gegraven.