βόαυλος
English (LSJ)
ὁ, (βοῦς, αὐλή) ox-stall, Thcoc.25.108:—also βόαυλον, τό, A.R.3.1290.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ, Ochsenstall, Theocr. 25, 108.
Greek (Liddell-Scott)
βόαυλος: ὁ, (βοῦς, αὐλὴ) σταῦλος βοῶν, βούσταθμον, Θεόκρ. 25. 108· ὡσαύτως βόαυλον, τό, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· βοαύλιον Ὀρφ. Ἀργ. 436.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βόαυλον A.R.3.1290
establo o corral de vacas Theoc.25.108, A.R.l.c., Pamprepius 3.41, Blemyom.65.
Greek Monolingual
βόαυλος, ο και βόαυλον, το (Α)
στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αυλή].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
βόαυλος: ὁ стойло для рогатого скота Theocr.