γιγγλυμώδης
English (LSJ)
ες, = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.
Spanish (DGE)
-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.
Greek Monolingual
γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.
Russian (Dvoretsky)
γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.