δεδιότως
English (LSJ)
Adv. of part. pf. δεδιώς, in fear, D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<
German (Pape)
[Seite 534] furchtsam, Dion. Hal. 11, 47; D. C. 42, 17.
Greek (Liddell-Scott)
δεδιότως: ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.
Greek Monolingual
δεδιότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς του παρακμ. δέδια του δείδω (πρβλ. δεδοικότως)].