δημόπρακτος
English (LSJ)
ον, resolved by the people, ψῆφος A.Supp.942.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δημόπρακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πραχθείς,Αἰσχύλ. Ἱκ. 942.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ον
realizado por el pueblo δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo A.Supp.942.
Greek Monolingual
δημόπρακτος, -ον (Α)
αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόπρακτος -ον [δῆμος, πράττω] door het volk tot stand gebracht.
Russian (Dvoretsky)
δημόπρακτος: совершенный народом, народный (ψῆφος Aesch.).