народный
From LSJ
Russian > Greek
δημορριφής, δημοτικός, δημόσιος, δαμόσιος, δημώδης, λαώδης, μεταδήμιος, δήμιος, δάμιος, ἐθνικός, δημόπρακτος
δημορριφής, δημοτικός, δημόσιος, δαμόσιος, δημώδης, λαώδης, μεταδήμιος, δήμιος, δάμιος, ἐθνικός, δημόπρακτος