διομολόγησις

Revision as of 22:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
pacto πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9
contrato concerniente a ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10.

Greek Monotonic

διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

διομολόγησις: εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.

Middle Liddell

διομολόγησις, εως n n
a convention, Polyb.