δύστονος

Revision as of 23:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (στένω) lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.
(II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύστονος: горестный (κήδεα Aesch.).

Middle Liddell

δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]
lamentable, Aesch.