θηλύψυχος
English (LSJ)
ον, of woman's spirit, Ptol.Tetr.162.
German (Pape)
[Seite 1208] mit weiblicher Seele, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύψῡχος: -ον, ἔχων γυναικείαν ψυχήν, Πτολ. Τετραβ. σ. 162. 23.
Greek Monolingual
θηλύψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. άψυχος, δίψυχος].