καββάλλω

Revision as of 00:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Aeol. for καταβάλλω, Alc.343; κάββαλε, Ep.for κατέβαλε, aor.2 of καταβάλλω:—also κάβαλεν· κατέβαλεν, Hsch. καββάς, v. καταβαίνω. καββασία, v. καταβασία. καββιόρνους· κατεσθίων, Id. κάββλημα· περίστρωμα (Lacon.), Id.

Greek Monolingual

καββάλλω (Α)
αιολ. τ. του καταβάλλω.