καινούργησις
English (LSJ)
εως, ἡ, new manufacture, Suid. s.v. καταβολή.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, Erneuerung, Suid. καταβολή.
Greek (Liddell-Scott)
καινούργησις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, ἀνανέωσις, Σουΐδ.
Greek Monolingual
καινούργησις, ἡ (Α) καινουργώ
η πράξη του καινουργώ, ανανέωση, ανακαίνιση.