καλλίθυτος

Revision as of 00:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, offered auspiciously, αἶγες Epigr.Gr.872 (Patmos).

German (Pape)

[Seite 1309] glücklich geopfert; βωμός, Altar, auf dem schöne Opfer dargebracht werden.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίθῠτος: -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872.

Greek Monolingual

καλλίθυτος, -ον (Α)
αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -θυτος (< θύω), πρβλ. κακό-θυτος, πρωτό-θυτος].