καμηλικός

Revision as of 00:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).

Greek Monolingual

καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.