κερνοφόρος

Revision as of 01:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, priest or priestess who bears it, Nic.Al.217; κ. κόρη Ps.-Plu.Fluv.13.3; κ. ὄρχημα, ὄρχησις, Poll.4.103, Ath.14.629d.

German (Pape)

[Seite 1425] den κέρνος tragend; ζάκορος Nic. Al. 217; κερνοφόρον ὄρχημα, der bei den korybantischen Mysterien übliche Tanz, Ath. XIV, 629 c; vgl. Poll. 4, 103. S. κέρνον u. Lob. a. a. O.

Greek Monolingual

κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος
2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος
ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ' εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό αγγείο» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].