ὄρχημα
From LSJ
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
English (LSJ)
-ατος, τό, dance, dancing, Simon.31, S.Aj.699 (lyr.), X.Smp.2.23, Luc.Salt.70.
German (Pape)
[Seite 389] τό, Tanz, pantomimische Darstellung; Soph. Ai. 684; Xen. Conv. 2, 23; Luc. de salt. 70.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 danse;
2 pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὄρχημα: ατος τό
1 танец, пляска Soph., Xen.;
2 пантомима Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχημα: τό, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. ὀρχήματα, χοροί, χορεύματα, Σιμωνίδ. 38, Σοφ. Αἴ. 700, Ξεν. Συμπ. 2. 23, Λουκ. π. Ὀρχ. 70.
English (Slater)
ὄρχημα dance ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1*.
Greek Monotonic
ὄρχημα: τό, στον πληθ. χοροί, το να χορεύει κάποιος, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.