κερνοφόρος
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
English (LSJ)
ὁ, ἡ, priest or priestess who bears the sacred vessel, Nic.Al.217; κερνοφόρος κόρη Ps.-Plu.Fluv.13.3; κερνοφόρον ὄρχημα, κερνοφόρος ὄρχησις, Poll.4.103, Ath.14.629d.
German (Pape)
[Seite 1425] den κέρνος tragend; ζάκορος Nic. Al. 217; κερνοφόρον ὄρχημα, der bei den korybantischen Mysterien übliche Tanz, Ath. XIV, 629 c; vgl. Poll. 4, 103. S. κέρνον u. Lob. a. a. O.
Greek Monolingual
κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος
2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος
ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ' εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό αγγείο» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].