κλέψ

Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, thief, prob. coined from βοῦκλεψ, Phryn.PSp.17 B.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, der Dieb, der Etymologie wegen gebildet, Phryn. in B. A. 11, 33.

Greek Monolingual

κλέψ, -πός, ὁ (Α)
κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεολογισμό του Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].