κλεψ

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

κλέψ, -πός, ὁ (Α)
κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεολογισμό του Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].