Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
κλέψ, -πός, ὁ (Α)
κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεολογισμό του Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ' απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ-κλεψ].