κοπηρός
English (LSJ)
ά, όν, = κοπιαρός, Hdn.Epim.179.
German (Pape)
[Seite 1482] mühsam, Hdn. Epimer. p. 179.
Greek (Liddell-Scott)
κοπηρός: -ά, -όν, = κοπιαρός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 179.
Greek Monolingual
κοπηρός, -ά, -όν (ΑM) κόπος
κοπιώδης, κοπιαστικός, οχληρός.