κοπιαρός

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιᾰρός Medium diacritics: κοπιαρός Low diacritics: κοπιαρός Capitals: ΚΟΠΙΑΡΟΣ
Transliteration A: kopiarós Transliteration B: kopiaros Transliteration C: kopiaros Beta Code: kopiaro/s

English (LSJ)

ά, όν, wearying, in Comp. κοπιαρώτερος, Arist.Pr.880b16, Thphr. Lass.7, 9.

German (Pape)

[Seite 1482] = κοπηρός; Arist. probl. 5, 1; Theophr. u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

κοπιᾰρός: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπιᾰρός: -ά, -όν, κοπιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 7 καὶ 9.

Greek Monolingual

κοπιαρός, -ά, -όν (Α) κοπιώ κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός.

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung