κορεστός

Revision as of 02:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, sated; to be sated, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.