κραταιγύαλος

Revision as of 02:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.

English (Autenrieth)

with strong breastplates, Il. 19.361†. (See cut No. 55.)

Greek Monolingual

κραταιγύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + γύαλον «ημιθωράκιο»].

Greek Monotonic

κρᾰταιγύᾰλος: -ον (γύαλον), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταιγύᾰλος: состоящий из крепких выпуклых половин, т. е. крепкий, прочный (θώρηκες Hom.).

Middle Liddell

κρᾰται-γύᾰλος, ον γύαλον
with strong plates, Il.