κρούνισμα

Revision as of 02:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, gush, stream, APl. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).

Greek (Liddell-Scott)

κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.

Greek Monolingual

κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.

Greek Monotonic

κρούνισμα: -ατος, τό, ανάβλυση, εκροή, σε Ανθ.

Middle Liddell

κρούνισμα, ατος, τό, [from κρουνίζω
a gush or stream, Anth.