λάκτις

Revision as of 02:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ιος, ἡ, pestle, Call.Fr.178, Nic.Th.109.

German (Pape)

[Seite 9] ιος, ἡ, Keule zum Stampfen, Zerstoßen; Nic. Ther. 108; Callim. fr. 178; Haken, p. 90.

Greek (Liddell-Scott)

λάκτις: -ιος, ἡ, ὕπερος, «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.

Greek Monolingual

λάκτις, -ιος, ἡ (Α)
κόπανος, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω.