λεοντόμορφος

Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, lion-shaped, Horap.1.21, Sammelb.5620.14, Cat.Cod.Astr.8(4).252.

German (Pape)

[Seite 29] von Löwengestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, τερατόμορφος.