λιθογράφος

Revision as of 03:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. λιθογλύφος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη της λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος.