μεγαλόσαρκος

Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, great of flesh, LXX Ez.16.26.

German (Pape)

[Seite 107] sehr fleischig, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, πολύσαρκος, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).

Greek Monolingual

μεγαλόσαρκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες
2. σαρκικός, αισθησιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό-σαρκος)].