αισθησιακός

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αίσθηση
1. αυτός που αναφέρεται στις αισθήσεις ή που επηρεάζεται πολύ από τις αισθήσεις
2. ο επιρρεπής στις ηδονές, φιλήδονος.