μεγάλωμα

Revision as of 04:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.

Greek Monolingual

το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφήμετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμηῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).