μολυβδοφανής
English (LSJ)
ές, lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.
German (Pape)
[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.
Greek Monolingual
μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιπποφανής, χαλκοφανής].