μολυβδοφανής

Revision as of 04:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.

Greek Monolingual

μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιπποφανής, χαλκοφανής].