νήπτης

Revision as of 05:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, (νήφω) sober, discreet, Plb.10.3.1, D.S.30.3, 33.21a, Onos.1.1, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 253] ὁ (νήφω), der Nüchterne, Pol. 10, 3, 1. 27, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

νήπτης: -ου, ὁ, νηφάλιος, ἄνθρωπος μὲ διάκρισιν, σώφρων, Πολύβ. 10. 3, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 578. 58.

Greek Monolingual

νήπτης, ὁ (Α) νήφω
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος.

Russian (Dvoretsky)

νήπτης: ου adj. m воздержный, сдержанный (ἀγχίνους καὶ ν. Polyb.).