σώφρων

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώφρων Medium diacritics: σώφρων Low diacritics: σώφρων Capitals: ΣΩΦΡΩΝ
Transliteration A: sṓphrōn Transliteration B: sōphrōn Transliteration C: sofron Beta Code: sw/frwn

English (LSJ)

Ep. and poet. σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.
A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra.411e, Arist.EN1140b11): hence, discreet, prudent, οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4; σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2; σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2.
2 of things, τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος Ar.Nu.1025 (lyr.); σώφρων οἶκτος = reasonable compassion, Th.3.59; σωφρονέστατον κήρυγμα Aeschin.3.4; σώφρον' εἶπας E.IA1024; ἄλλο τι σωφρονέστερον γνώσεσθε Th.5.111; σῶφρόν ἐστι = it is wise c. inf., Id.1.42.
II in Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def.415d, cf. σωφροσύνη 1), μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι A.Ch.140, cf. S.Aj.132; γυνὴ σώφρων And. 4.14, cf. S.Fr.682; σώφρων καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg.491d, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc.
2 of things, σ. γνώμη A.Ag.1664 (troch.); εὐχαί Id.Supp.710; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or.558, El.1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr.893 (lyr.), Pl.Ep.336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58; βίος Pl.Lg.733e; φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64.
3 τὸ σῶφρον = σωφροσύνη (prudence, moderation, temperance), Id.Fr.786, E.Hipp.431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ σῶφρον E.Andr.365, cf. 346, etc.; ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71; τὸ σωφρονέστατον Th.3.62; τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται S.Fr.683.
III Adv. σωφρόνως = in a wise manner, in a prudent manner, in a moderate manner, cautiously A.Th. 645, Eu.44, Hdt.4.77; σ. τραφῆναι Ar.Eq.334 (lyr.); σωφρόνως τε καὶ μετρίως Pl.R.399b; δικαίως πράττοντες καὶ σωφρόνως Id.Alc.1.134d; σωφρόνως ἐφέπεσθαι = cautiously, X.Ages.2.3: Comp., σωφρονέστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but σωφρονεστέρως E.IA379 (troch.): Sup. σωφρονέστατα Isoc.7.13, Pl.Lg.728e.

German (Pape)

[Seite 1062] ον, poet. σαόφρων, gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; Χείρων, Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάσδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa: έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα ὄντα καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν ἑαυτοῦ, Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Gegensatz ὑβριστής, Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Gegensatz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
litt. sain d'esprit ou sain de cœur, d'où :
I. sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;
II. modéré dans ses désirs, tempérant ; particul. :
1 chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;
2 modéré;
Cp. σωφρονέστερος, Sp. σωφρονέστατος.
Étymologie: σῶς, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σώφρων -ον, gen. -ονος, ep. en poët. σαόφρων [σῶς, φρήν] comp. σωφρονέστερος, superl. σωφρονέστατος verstandig, bij zinnen, nuchter, redelijk:. ἁρπασθεισέων... τιμωρέειν ἀνοήτων,... μηδεμίαν ὤρην ἔχειν... σωφρόνων (zij menen) dat wraak nemen voor ontvoerde vrouwen iets voor dwazen (is), (maar) er geen aandacht aan besteden iets voor redelijke mensen Hdt. 1.4.2; ἐπιχείρησιν... μὴ... συντάχυνε ἀβούλως, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον αὐτὴν λάμβανε maak met die onderneming geen haast zonder beleid, maar begin er aan op een verstandiger manier Hdt. 3.71.13. beheerst, fatsoenlijk, gematigd, ingetogen, bescheiden:; σώφρων... καὶ ἐγκρατὴς αὐτὸς ἑαυτοῦ gematigd en zichzelf in de hand hebbend Plat. Grg. 491d; σωφρόνως τε καὶ μετρίως πράττων beheerst en fatsoenlijk handelend Plat. Resp. 399b; seks., m. n. van vrouwen en jongens fatsoenlijk, kuis:; μοι δὸς σωφρονεστέραν... μητρὸς γενέσθαι gun me dat ik mezelf meer in de hand heb dan mijn moeder Aeschl. Ch. 140; ook van mannen. δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς, ἔπειτα σώφρων ik (Jason) zal aantonen dat ik om te beginnen wijs ben, en verder beheerst (nl. niet ten prooi aan Eros) Eur. Med. 549. politiek gematigd (soms als slogan van oligarchische politiek gebruikt, i.t.t. radicale democratie). ἀριστοκρατία σ. gematigde aristocratie Thuc. 3.82.8; εἰ μὴ πολιτεύσομέν τε σωφρονέστερον καὶ ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιήσομεν als we geen gematigdere politiek gaan bedrijven en de ambten meer gaan toevertrouwen aan beperkt aantal mensen Thuc. 8.53.3. subst. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη:. φασὶ δὲ ξυμμαχίαν διὰ τὸ σῶφρον οὐδενός πω δέξασθαι ze zeggen dat ze vanwege hun behoedzaamheid nog nooit een bondgenootschap met iemand hebben geaccepteerd Thuc. 1.37.2.

Russian (Dvoretsky)

σώφρων: эп. σαόφρων 2, gen. ονος
1 обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.;
2 почтительный, благочестивый (περὶ θεούς Xen.);
3 сдержанный, воздержный, скромный (τράπεζα Eur.; βίος Plat.): σ. ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. скромен тот, кто умеряет (свои) страсти;
4 чистый, непорочный (εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον.

English (Slater)

σώφρων (σώφρων, σώφρονος, σᾰόφρονος, σώφρονες.) sagacious σώρφων Χίρων (P. 3.63) σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν (sc. Αἰακίδαι) (I. 8.26) σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10) ἀνορέας ἕκατι σαόφρονος (Pae. 9.46) λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2. 62.

English (Strong)

from the base of σώζω and that of φρήν; safe (sound) in mind, i.e. self-controlled (moderate as to opinion or passion): discreet, sober, temperate.

Greek Monolingual

ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α
1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν.
γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) φρόνιμος, συνετός (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
1. εγκρατής (α. «δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον», ΚΔ
β. «σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σῶφρον
α) σωφροσύνη, φρονιμάδα
β) εγκράτεια, κοσμιότητα.
επίρρ...
σωφρόνως ΝΜΑ
1. με σύνεση, με φρόνηση
2. με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς / σάος (βλ. λ. σώος) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων.

Greek Monotonic

σώφρων: Επικ. σᾰόφρων, -ονος, , · ουδ. σῶφρον (σῶς, φρήν),
I. 1. αυτός που έχει σώες τις φρένες, που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. sanae mentis· απ' όπου, συνετός, λογικός, διακριτικός, φρόνιμος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, σώφρονα εἰπεῖν, σε Ευρ.· ἄλλο τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν, σε Θουκ.· σῶφρόν ἐστι, με απαρ., στον ίδ.
II. 1. αυτός που έχει υπό έλεγχο τις σαρκικές του επιθυμίες, εγκρατής, μετριοπαθής, αγνός, νηφάλιος, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, σώφρων γνώμη, σε Αισχύλ.· σώφρων ἀριστοκρατία, σε Θουκ.
2. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
III. επίρρ. -όνως, σε Ηρόδ.· συγκρ. σωφρονέστερον, σε Θουκ.· ομοίως, ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, σε Ηρόδ.· αλλά -εστέρως, σε Ευρ.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σώφρων: Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, Λατ. sanae mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, φρήν, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - ὅθεν, φρόνιμος, συνετός, «διακριτικός», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ ἄφρων, Θέογν. 431, 454, 497· τῷ νήπιος, ὁ αὐτ. 483· τῷ ἀνόητος, Ἡρόδ. 1. 4· σώφρων περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. μῦθος Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. οἶκτος, εὔλογος, πρέπων, προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. κήρυγμα Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· ἄλλο τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., μάλιστα, ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, ἐγκρατής, μέτριος, ἁγνός, νηφάλιος, (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· τράπεζα, δίαιτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· ἀριστοκρατία Θουκ. 3. 82· χάρις ὁ αὐτ. 58· βίος Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = σωφροσύνη, Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.

Middle Liddell

σώ-φρων, επιξ σᾰό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [σῶς, φρήν
I. of sound mind, Lat. sanae mentis:— hence sensible, discreet, wise, Hom., Hdt., Xen.
2. of things, σώφρονα εἰπεῖν Eur.; ἄλλο τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν Thuc.:— σῶφρόν ἐστι, c. inf., Thuc.
II. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, moderate, chaste, sober, Trag., Plat., etc.:—so, ς. γνώμη Aesch.; ς. ἀριστοκρατία Thuc.
2. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη, Eur., Thuc., etc.
III. adv. -όνως, Hdt.—comp. σωφρονέστερον, Thuc.; so, ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον Hdt.:—but -εστέρως, Eur.:—Sup. -έστατα, Isocr.

Chinese

原文音譯:sèfrwn 所-弗朗
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:拯救-意向的
字義溯源:心思得救,純潔的,賢明的,心思清明,謹守,莊重,自守的;由(ἐκσῴζω / σῴζω)=救)與(φρήν)*=心思,隔膜)組成,而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)。參讀 (σωφρονίζω)同源字比較: (νηφαλέος / νηφάλιος)=清醒的
出現次數:總共(4);提前(1);多(3)
譯字彙編
1) 自守(2) 提前3:2; 多2:2;
2) 謹守(1) 多2:5;
3) 莊重(1) 多1:8

English (Woodhouse)

continent, moderate, prudent, sensible, temperate, self-restrained

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φρόνιμος, συνετός, συγκρατημένος, ἁγνός). Ἀπό τό σῶς (σῶος) + φρήν, φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, σωφρόνημα, σωφρονητέον, σωφρονητικός, σωφρονίζω, σωφρονικός, σωφρόνησις (=τιμωρία), σωφρόνισμα, σωφρονισμός, σωφρονιστήρ, σωφρονιστήριον, σωφρονιστής, σωφρονιστικός, ἀσωφρόνιστος, ἡ σωφρονιστύς -ύος (=σωφρόνιση), σωφροσύνη, σωφρόνως.

Lexicon Thucydideum

sapiens, prudens, wise, prudent, 1.79.2, 1.120.3, 4.18.4, 4.28.5,
moderatus, moderate, temperate, 3.42.5, 3.58.1, 3.59.1, 3.82.8,
prudentis est, it is the mark of a prudent man, 1.42.2, 6.6.2, 6.41.2,
prudentia, prudence, wisdom, 1.37.2,
moderatio, self-control, 3.82.4,
COMP. prudentior, wiser, more prudent, 5.111.2, 6.29.2,
SUP. τὸ σωφρονέστατον, moderatio maxima, very great moderation, 3.62.3.

Translations

prudent

Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı