νεκροσυλία

Revision as of 05:03, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, robbery of the dead, Pl.R.469e.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.

Greek Monolingual

η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο-συλία, ιερο-συλία].

Greek Monotonic

νεκροσῡλία: ἡ, σύληση νεκρών, ληστεία τάφων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροσῡλία:ограбление покойников Plat.

Middle Liddell

νεκρο-σῡλία, ἡ,
robbery of the dead, Plat.